Jump to content

δικαιοδοσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek δικαιοδοσία (dikaiodosía).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.ce.o.ðoˈsi.a/
  • Hyphenation: δι‧και‧ο‧δο‧σία

Noun

[edit]

δικαιοδοσία (dikaiodosíaf (plural δικαιοδοσίες)

  1. jurisdiction

Declension

[edit]
Declension of δικαιοδοσία
singular plural
nominative δικαιοδοσία (dikaiodosía) δικαιοδοσίες (dikaiodosíes)
genitive δικαιοδοσίας (dikaiodosías) δικαιοδοσιών (dikaiodosión)
accusative δικαιοδοσία (dikaiodosía) δικαιοδοσίες (dikaiodosíes)
vocative δικαιοδοσία (dikaiodosía) δικαιοδοσίες (dikaiodosíes)

References

[edit]
  1. ^ δικαιοδοσία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language