αναρμοδιότητες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρμοδιότητες • (anarmodiótites) f
- Nominative plural form of αναρμοδιότητα (anarmodiótita).
- Accusative plural form of αναρμοδιότητα (anarmodiótita).
- Vocative plural form of αναρμοδιότητα (anarmodiótita).