Jump to content

τετράωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

τετρα- (tetra-, tetra-) +‎ ώρ(α) (ór(a), hour) + -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /teˈtɾa.o.ros/
  • Hyphenation: τε‧τρά‧ω‧ρος

Adjective

[edit]

τετράωρος (tetráorosm (feminine τετράωρη, neuter τετράωρο)

  1. (relational) four hours, lasting four hours

Declension

[edit]
Declension of τετράωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τετράωρος (tetráoros) τετράωρη (tetráori) τετράωρο (tetráoro) τετράωροι (tetráoroi) τετράωρες (tetráores) τετράωρα (tetráora)
genitive τετράωρου (tetráorou) τετράωρης (tetráoris) τετράωρου (tetráorou) τετράωρων (tetráoron) τετράωρων (tetráoron) τετράωρων (tetráoron)
accusative τετράωρο (tetráoro) τετράωρη (tetráori) τετράωρο (tetráoro) τετράωρους (tetráorous) τετράωρες (tetráores) τετράωρα (tetráora)
vocative τετράωρε (tetráore) τετράωρη (tetráori) τετράωρο (tetráoro) τετράωροι (tetráoroi) τετράωρες (tetráores) τετράωρα (tetráora)
[edit]