τετράωρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]τετρα- (tetra-, “tetra-”) + ώρ(α) (ór(a), “hour”) + -ος (-os)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]τετράωρος • (tetráoros) m (feminine τετράωρη, neuter τετράωρο)
- (relational) four hours, lasting four hours
Declension
[edit]Declension of τετράωρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τετράωρος • | τετράωρη • | τετράωρο • | τετράωροι • | τετράωρες • | τετράωρα • |
genitive | τετράωρου • | τετράωρης • | τετράωρου • | τετράωρων • | τετράωρων • | τετράωρων • |
accusative | τετράωρο • | τετράωρη • | τετράωρο • | τετράωρους • | τετράωρες • | τετράωρα • |
vocative | τετράωρε • | τετράωρη • | τετράωρο • | τετράωροι • | τετράωρες • | τετράωρα • |