της προκοπής
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]της προκοπής • (tis prokopís) (indeclinable)
- decent, nice, becoming, respectable (literally: of progress, of success)
- Βάλε σε παρακαλώ ένα ρούχο της προκοπής.
- Vále se parakaló éna roúcho tis prokopís.
- Please put on some decent clothes.
- Επιτέλους βρήκα έναν άνθρωπο της προκοπής εδώ μέσα!
- Epitélous vríka énan ánthropo tis prokopís edó mésa!
- I finally found a decent person in here!
- Ο δάσκαλος της κόρης μου δεν είναι καθόλου της προκοπής.
- O dáskalos tis kóris mou den eínai kathólou tis prokopís.
- My daughter's teacher is no good at all.
Synonyms
[edit]- (decent): ευπρεπής (efprepís)