Jump to content

της προκοπής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

της προκοπής (tis prokopís) (indeclinable)

  1. decent, nice, becoming, respectable (literally: of progress, of success)
    Βάλε σε παρακαλώ ένα ρούχο της προκοπής.
    Vále se parakaló éna roúcho tis prokopís.
    Please put on some decent clothes.
    Επιτέλους βρήκα έναν άνθρωπο της προκοπής εδώ μέσα!
    Epitélous vríka énan ánthropo tis prokopís edó mésa!
    I finally found a decent person in here!
    Ο δάσκαλος της κόρης μου δεν είναι καθόλου της προκοπής.
    O dáskalos tis kóris mou den eínai kathólou tis prokopís.
    My daughter's teacher is no good at all.

Synonyms

[edit]