Jump to content

επιζήμιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιζήμιος (epizḗmios)

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

επιζήμιος (epizímiosm (feminine επιζήμια, neuter επιζήμιο)

  1. harmful, damaging, inimical
    Synonym: επιβλαβής (epivlavís)
    Antonym: επωφελής (epofelís)

Declension

[edit]
Declension of επιζήμιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιζήμιος (epizímios) επιζήμια (epizímia) επιζήμιο (epizímio) επιζήμιοι (epizímioi) επιζήμιες (epizímies) επιζήμια (epizímia)
genitive επιζήμιου (epizímiou) επιζήμιας (epizímias) επιζήμιου (epizímiou) επιζήμιων (epizímion) επιζήμιων (epizímion) επιζήμιων (epizímion)
accusative επιζήμιο (epizímio) επιζήμια (epizímia) επιζήμιο (epizímio) επιζήμιους (epizímious) επιζήμιες (epizímies) επιζήμια (epizímia)
vocative επιζήμιε (epizímie) επιζήμια (epizímia) επιζήμιο (epizímio) επιζήμιοι (epizímioi) επιζήμιες (epizímies) επιζήμια (epizímia)