επιβλαβής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐπιβλαβής (epiblabḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /epivlaˈvis/
  • Hyphenation: ε‧πι‧βλα‧βής

Adjective

[edit]

επιβλαβής (epivlavísm (feminine επιβλαβής, neuter επιβλαβές)

  1. harmful
    Synonyms: επιζήμιος (epizímios), βλαβερός (vlaverós), βλαπτικός (vlaptikós)
    Antonym: επωφελής (epofelís)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)
genitive επιβλαβούς (epivlavoús)
επιβλαβή (epivlaví)
επιβλαβούς (epivlavoús) επιβλαβούς (epivlavoús) επιβλαβών (epivlavón) επιβλαβών (epivlavón) επιβλαβών (epivlavón)
accusative επιβλαβή (epivlaví) επιβλαβή (epivlaví) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)
vocative επιβλαβή (epivlaví)
επιβλαβής (epivlavís)
επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλαβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλαβής, etc.)

[edit]