υπαξιωματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υπαξιωματικός • (ypaxiomatikós) m (plural υπαξιωματικοί)
Declension
[edit]Declension of υπαξιωματικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπαξιωματικός • | υπαξιωματικοί • |
genitive | υπαξιωματικού • | υπαξιωματικών • |
accusative | υπαξιωματικό • | υπαξιωματικούς • |
vocative | υπαξιωματικέ • | υπαξιωματικοί • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- υπαξιωματικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el