ζηλευτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ζηλεύω (zilévo, “to be jealous, to be envious”) + -τος (-tos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ζηλευτός • (zileftós) m (feminine ζηλευτή, neuter ζηλευτό)
- enviable, coveted, desirable (desired by virtue of good qualities)
- Επειδή ήταν ζηλευτό προϊόν, δεν έμεινε στο κατάστημα πολύ ώρα.
- Epeidí ítan zileftó proïón, den émeine sto katástima polý óra.
- Since it was a desirable product, it didn't stay for long in the store.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ζηλευτός (zileftós) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτοί (zileftoí) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) | |
genitive | ζηλευτού (zileftoú) | ζηλευτής (zileftís) | ζηλευτού (zileftoú) | ζηλευτών (zileftón) | ζηλευτών (zileftón) | ζηλευτών (zileftón) | |
accusative | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτούς (zileftoús) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) | |
vocative | ζηλευτέ (zilefté) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτοί (zileftoí) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζηλευτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζηλευτός, etc.)
Synonyms
[edit]- (enviable, desired): ζηλεμένος (zileménos), αξιοζήλευτος (axiozíleftos), επίζηλος (epízilos)
Derived terms
[edit]- αξιοζήλευτος (axiozíleftos, “enviable”)