ζηλευτός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ζηλεύω (zilévo, to be jealous, to be envious) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /zileˈftos/
  • Hyphenation: ζη‧λευ‧τός

Adjective

[edit]

ζηλευτός (zileftósm (feminine ζηλευτή, neuter ζηλευτό)

  1. enviable, coveted, desirable (desired by virtue of good qualities)
    Επειδή ήταν ζηλευτό προϊόν, δεν έμεινε στο κατάστημα πολύ ώρα.
    Epeidí ítan zileftó proïón, den émeine sto katástima polý óra.
    Since it was a desirable product, it didn't stay for long in the store.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζηλευτός (zileftós) ζηλευτή (zileftí) ζηλευτό (zileftó) ζηλευτοί (zileftoí) ζηλευτές (zileftés) ζηλευτά (zileftá)
genitive ζηλευτού (zileftoú) ζηλευτής (zileftís) ζηλευτού (zileftoú) ζηλευτών (zileftón) ζηλευτών (zileftón) ζηλευτών (zileftón)
accusative ζηλευτό (zileftó) ζηλευτή (zileftí) ζηλευτό (zileftó) ζηλευτούς (zileftoús) ζηλευτές (zileftés) ζηλευτά (zileftá)
vocative ζηλευτέ (zilefté) ζηλευτή (zileftí) ζηλευτό (zileftó) ζηλευτοί (zileftoí) ζηλευτές (zileftés) ζηλευτά (zileftá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζηλευτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζηλευτός, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]