δοκησισοφία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek δοκησισοφία (dokēsisophía).
Noun
[edit]δοκησισοφία • (dokisisofía) f (plural δοκησισοφίες)
Declension
[edit]Declension of δοκησισοφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοκησισοφία • | δοκησισοφίες • |
genitive | δοκησισοφίας • | δοκησισοφιών • |
accusative | δοκησισοφία • | δοκησισοφίες • |
vocative | δοκησισοφία • | δοκησισοφίες • |
Related terms
[edit]- δοκησίσοφος (dokisísofos)
Further reading
[edit]- δοκησισοφία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language