αξιολόγηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the past stem αξιολογη- of αξιολογώ (“I evaluate”) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αξιολόγηση • (axiológisi) f (plural αξιολογήσεις)
- evaluation (the act of evaluating), appraisal
- Synonym: αξιολογία (axiología) (sense: evaluation)
- Κύριος σκοπός της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων είναι η βελτίωση της ατομικής τους επίδοσης.
- Kýrios skopós tis axiológisis ton dimosíon ypallílon eínai i veltíosi tis atomikís tous epídosis.
- The main purpose of the appraisal of civil servants is to improve their individual performances.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιολόγηση (axiológisi) | αξιολογήσεις (axiologíseis) |
genitive | αξιολόγησης (axiológisis) | αξιολογήσεων (axiologíseon) |
accusative | αξιολόγηση (axiológisi) | αξιολογήσεις (axiologíseis) |
vocative | αξιολόγηση (axiológisi) | αξιολογήσεις (axiologíseis) |
Older or formal genitive singular: αξιολογήσεως (axiologíseos)
Related terms
[edit]- see: αξιόλογος (axiólogos, “remarkable”, adjective)
References
[edit]- ^ αξιολόγηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language