αξιολογία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αξιολογία (axiologíaf (plural αξιολογίες)

  1. (philosophy) axiology

Declension

[edit]
singular plural
nominative αξιολογία (axiología) αξιολογίες (axiologíes)
genitive αξιολογίας (axiologías) αξιολογιών (axiologión)
accusative αξιολογία (axiología) αξιολογίες (axiologíes)
vocative αξιολογία (axiología) αξιολογίες (axiologíes)
[edit]