επομένως
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From επόμενος (epómenos).
Pronunciation
[edit]Adverb
[edit]επομένως • (epoménos)
- consequently, therefore, accordingly
- Ο πρόεδρος αρρώστησε· επομένως, δε θα πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση.
- O próedros arróstise; epoménos, de tha pragmatopoiitheí i synedríasi.
- The president fell ill; consequently, the meeting will not take place.
Synonyms
[edit]- κατά συνέπεια (katá synépeia)
- συνεπώς (synepós)
- άρα (ára)