From Wiktionary, the free dictionary
πανικ(ός) ( “ panic ” ) + -ο- ( infix ) + βάλλω ( “ attack, throw ” ) , calque of English panic , throw into panic.[ 1]
IPA (key ) : /pa.ni.koˈva.lo/
Hyphenation: πα‧νι‧κο‧βάλ‧λω
πανικοβάλλω • (panikovállo ) (past πανικόβαλα , passive πανικοβάλλομαι )
to cause panic
πανικοβάλλω πανικοβάλλομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πανικοβάλλω
πανικοβάλω
πανικοβάλλομαι
πανικοβληθώ
2 sg
πανικοβάλλεις
πανικοβάλεις
πανικοβάλλεσαι
πανικοβληθείς
3 sg
πανικοβάλλει
πανικοβάλει
πανικοβάλλεται
πανικοβληθεί
1 pl
πανικοβάλλουμε , [‑ομε ]
πανικοβάλουμε , [‑ομε ]
πανικοβαλλόμαστε
πανικοβληθούμε
2 pl
πανικοβάλλετε
πανικοβάλετε
πανικοβάλλεστε , πανικοβαλλόσαστε
πανικοβληθείτε
3 pl
πανικοβάλλουν (ε )
πανικοβάλουν (ε )
πανικοβάλλονται
πανικοβληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πανικόβαλλα
πανικόβαλα
πανικοβαλλόμουν (α )
πανικοβλήθηκα
2 sg
πανικόβαλλες
πανικόβαλες
πανικοβαλλόσουν (α )
πανικοβλήθηκες
3 sg
πανικόβαλλε
πανικόβαλε
πανικοβαλλόταν (ε )
πανικοβλήθηκε
1 pl
πανικοβάλλαμε
πανικοβάλαμε
πανικοβαλλόμασταν , (‑όμαστε )
πανικοβληθήκαμε
2 pl
πανικοβάλλατε
πανικοβάλατε
πανικοβαλλόσασταν , (‑όσαστε )
πανικοβληθήκατε
3 pl
πανικόβαλλαν , πανικοβάλλαν (ε )
πανικόβαλαν , πανικοβάλαν (ε )
πανικοβάλλονταν , (πανικοβαλλόντουσαν )
πανικοβλήθηκαν , πανικοβληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πανικοβάλλω ➤
θα πανικοβάλω ➤
θα πανικοβάλλομαι ➤
θα πανικοβληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πανικοβάλλεις , …
θα πανικοβάλεις , …
θα πανικοβάλλεσαι , …
θα πανικοβληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πανικοβάλει
έχω, έχεις, … πανικοβληθεί είμαι , είσαι , … πανικοβλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πανικοβάλει
είχα, είχες, … πανικοβληθεί ήμουν , ήσουν , … πανικοβλημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … πανικοβάλει
θα έχω, θα έχεις, … πανικοβληθεί θα είμαι, θα είσαι, … πανικοβλημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
πανικόβαλλε
πανικόβαλε
—
πανικοβλήσου
2 pl
πανικοβάλλετε
πανικοβάλετε
πανικοβάλλεστε
πανικοβληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πανικοβάλλοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας πανικοβάλει ➤
πανικοβλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πανικοβάλει
πανικοβληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.