καρεκλοπόδαρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]καρεκλο- (kareklo-) + -πόδαρο (-pódaro)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καρεκλοπόδαρο • (kareklopódaro) n (plural καρεκλοπόδαρα)
Declension
[edit]Declension of καρεκλοπόδαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρεκλοπόδαρο • | καρεκλοπόδαρα • |
genitive | καρεκλοπόδαρου • | καρεκλοπόδαρων • |
accusative | καρεκλοπόδαρο • | καρεκλοπόδαρα • |
vocative | καρεκλοπόδαρο • | καρεκλοπόδαρα • |
Related terms
[edit]- βρέχει καρεκλοπόδαρα (vréchei kareklopódara, “rains cats and dogs”)