βρέχει καρεκλοπόδαρα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Literally: "to rain chairlegs"
Phrase
[edit]βρέχει καρεκλοπόδαρα • (vréchei kareklopódara)
- to rain cats and dogs (to rain very heavily)
Synonyms
[edit]- βρέχει με το τουλούμι (vréchei me to touloúmi)
- ρίχνει καρέκλες (ríchnei karékles)
- ρίχνει καρεκλοπόδαρα (ríchnei kareklopódara)
- ρίχνει παπάδες (ríchnei papádes)