Jump to content

εισαγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek εἰσαγωγικός (eisagōgikós).[1] By surface analysis, εισαγωγή (eisagogí) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.sa.ɣo.ʝiˈkos/
  • Hyphenation: ει‧σα‧γω‧γι‧κός

Adjective

[edit]

εισαγωγικός (eisagogikósm (feminine εισαγωγική, neuter εισαγωγικό)

  1. import (attributive)
    Antonym: εξαγωγικός (exagogikós)
  2. admission, entrance (attributive)
    εισαγωγικές εξετάσειςeisagogikés exetáseisentrance examination
  3. introductory

Declension

[edit]
Declension of εισαγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εισαγωγικός (eisagogikós) εισαγωγική (eisagogikí) εισαγωγικό (eisagogikó) εισαγωγικοί (eisagogikoí) εισαγωγικές (eisagogikés) εισαγωγικά (eisagogiká)
genitive εισαγωγικού (eisagogikoú) εισαγωγικής (eisagogikís) εισαγωγικού (eisagogikoú) εισαγωγικών (eisagogikón) εισαγωγικών (eisagogikón) εισαγωγικών (eisagogikón)
accusative εισαγωγικό (eisagogikó) εισαγωγική (eisagogikí) εισαγωγικό (eisagogikó) εισαγωγικούς (eisagogikoús) εισαγωγικές (eisagogikés) εισαγωγικά (eisagogiká)
vocative εισαγωγικέ (eisagogiké) εισαγωγική (eisagogikí) εισαγωγικό (eisagogikó) εισαγωγικοί (eisagogikoí) εισαγωγικές (eisagogikés) εισαγωγικά (eisagogiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εισαγωγικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language