εισαγωγικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek εἰσαγωγικός (eisagōgikós).[1] By surface analysis, εισαγωγή (eisagogí) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εισαγωγικός • (eisagogikós) m (feminine εισαγωγική, neuter εισαγωγικό)
- import (attributive)
- Antonym: εξαγωγικός (exagogikós)
- admission, entrance (attributive)
- εισαγωγικές εξετάσεις ― eisagogikés exetáseis ― entrance examination
- introductory
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εισαγωγικός (eisagogikós) | εισαγωγική (eisagogikí) | εισαγωγικό (eisagogikó) | εισαγωγικοί (eisagogikoí) | εισαγωγικές (eisagogikés) | εισαγωγικά (eisagogiká) | |
genitive | εισαγωγικού (eisagogikoú) | εισαγωγικής (eisagogikís) | εισαγωγικού (eisagogikoú) | εισαγωγικών (eisagogikón) | εισαγωγικών (eisagogikón) | εισαγωγικών (eisagogikón) | |
accusative | εισαγωγικό (eisagogikó) | εισαγωγική (eisagogikí) | εισαγωγικό (eisagogikó) | εισαγωγικούς (eisagogikoús) | εισαγωγικές (eisagogikés) | εισαγωγικά (eisagogiká) | |
vocative | εισαγωγικέ (eisagogiké) | εισαγωγική (eisagogikí) | εισαγωγικό (eisagogikó) | εισαγωγικοί (eisagogikoí) | εισαγωγικές (eisagogikés) | εισαγωγικά (eisagogiká) |
Derived terms
[edit]- εισαγωγικά (eisagogiká, adverb)
- εισαγωγικά n pl (eisagogiká, noun)
Related terms
[edit]- εισαγωγή f (eisagogí)
References
[edit]- ^ εισαγωγικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language