Jump to content

ανέφικτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανέφικτος (anéfiktosm (feminine ανέφικτη, neuter ανέφικτο)

  1. unattainable, unachievable, impossible, infeasible, unfeasible
    Antonym: εφικτός (efiktós)

Declension

[edit]
Declension of ανέφικτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανέφικτός (anéfiktós) ανέφικτή (anéfiktí) ανέφικτό (anéfiktó) ανέφικτοί (anéfiktoí) ανέφικτές (anéfiktés) ανέφικτά (anéfiktá)
genitive ανέφικτού (anéfiktoú) ανέφικτής (anéfiktís) ανέφικτού (anéfiktoú) ανέφικτών (anéfiktón) ανέφικτών (anéfiktón) ανέφικτών (anéfiktón)
accusative ανέφικτό (anéfiktó) ανέφικτή (anéfiktí) ανέφικτό (anéfiktó) ανέφικτούς (anéfiktoús) ανέφικτές (anéfiktés) ανέφικτά (anéfiktá)
vocative ανέφικτέ (anéfikté) ανέφικτή (anéfiktí) ανέφικτό (anéfiktó) ανέφικτοί (anéfiktoí) ανέφικτές (anéfiktés) ανέφικτά (anéfiktá)