Jump to content

εισροή

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εἰσροή

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek εἰσροή. Morphologically, from εισ- (in) +‎ ροή (flowing).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /iz.roˈi/
  • Hyphenation: εισ‧ρο‧ή

Noun

[edit]

εισροή (eisroḯf (plural εισροές)

  1. influx, inflow

Declension

[edit]
Declension of εισροή
singular plural
nominative εισροή (eisroḯ) εισροές (eisroés)
genitive εισροής (eisroḯs) εισροών (eisroón)
accusative εισροή (eisroḯ) εισροές (eisroés)
vocative εισροή (eisroḯ) εισροές (eisroés)

Antonyms

[edit]
[edit]
  • and see: ρέω (réo, flow)