εισροή
Appearance
See also: εἰσροή
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek εἰσροή. Morphologically, from εισ- (“in”) + ροή (“flowing”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εισροή • (eisroḯ) f (plural εισροές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εισροή (eisroḯ) | εισροές (eisroés) |
genitive | εισροής (eisroḯs) | εισροών (eisroón) |
accusative | εισροή (eisroḯ) | εισροές (eisroés) |
vocative | εισροή (eisroḯ) | εισροές (eisroés) |
Antonyms
[edit]- εκροή f (ekroḯ)
Related terms
[edit]- εισρέω (eisréo, “to flow into”)
- and see: ρέω (réo, “flow”)