εισάγω
Appearance
See also: εἰσάγω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek εἰσάγω (eiságō). By surface analysis, εισ- (eis-) + άγω (ágo).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εισάγω • (eiságo) (imperfect εισήγα, past εισήγαγα, passive εισάγομαι, p‑past εισάχθηκα, ppp εισηγμένος)
- (transitive) to import (goods from abroad)
- (transitive) to introduce (an educational subject)
- (transitive) to introduce (a new product to the market)
- (transitive) to admit (patient to hospital)
- (transitive) to begin, introduce (grammar: a sentence)
Conjugation
[edit]εισάγω εισάγομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εισάγω | εισαγάγω | εισάγομαι | εισαχθώ1 |
2 sg | εισάγεις | εισαγάγεις | εισάγεσαι | εισαχθείς |
3 sg | εισάγει | εισαγάγει | εισάγεται | εισαχθεί |
1 pl | εισάγουμε, [‑ομε] | εισαγάγουμε, [‑ομε] | εισαγόμαστε | εισαχθούμε |
2 pl | εισάγετε | εισαγάγετε | εισάγεστε, {εισάγεσθε} | εισαχθείτε |
3 pl | εισάγουν(ε) | εισαγάγουν(ε) | εισάγονται | εισαχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εισήγα | εισήγαγα | εισαγόμουν(α) | εισάχθηκα1, [{εισήχθην}]2 |
2 sg | εισήγες | εισήγαγες | εισαγόσουν(α) | εισάχθηκες, [{εισήχθης}] |
3 sg | εισήγε | εισήγαγε | εισαγόταν(ε) | εισάχθηκε, {εισήχθη} |
1 pl | εισάγαμε, εισήγαμε | εισαγάγαμε | εισαγόμασταν, (‑όμαστε) | εισαχθήκαμε, [{εισήχθημεν}] |
2 pl | εισάγατε, εισήγατε | εισαγάγατε | εισαγόσασταν, (‑όσαστε) | εισαχθήκατε, [{εισήχθητε}] |
3 pl | εισάγαν(ε), εισήγαν | εισήγαγαν, εισαγάγαν(ε) | εισάγονταν, (εισαγόντουσαν) | εισάχθηκαν, εισαχθήκαν(ε), {εισήχθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εισάγω ➤ | θα εισαγάγω ➤ | θα εισάγομαι ➤ | θα εισαχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εισάγεις, … | θα εισαγάγεις, … | θα εισάγεσαι, … | θα εισαχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εισαγάγει έχω, έχεις, … εισηγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εισαχθεί είμαι, είσαι, … εισηγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εισαγάγει είχα, είχες, … εισηγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εισαχθεί ήμουν, ήσουν, … εισηγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εισαγάγει θα έχω, θα έχεις, … εισηγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εισαχθεί θα είμαι, θα είσαι, … εισηγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | [εισάγαγε] | — | — |
2 pl | εισάγετε | εισαγάγετε | εισάγεστε, {εισάγεσθε} | εισαχθείτε1 |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εισάγοντας ➤ | εισαγόμενος, ‑η, ‑o ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εισαγάγει ➤ | εισηγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εισαγάγει | εισαχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -χτ- instead of -χθ- are not usual for this verb. 2. Passive forms with -ην, -ης, -η, ... are very formal, as in the ancient conjugation of εἰσάγω. In Modern Greek, found in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • Also, formal passive past participle εισαχθείς m (eisachtheís), εισαχθείσα f (eisachtheísa), εισαχθέν n (eisachthén) "which has been imported" • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- εισαγωγέας m (eisagogéas, “importer”)
- εισαγωγικός (eisagogikós, “introductory”)
- εισαγωγικά n pl (eisagogiká, “quotation marks”)
- and see: άγω (ágo, “I lead”)
References
[edit]- εισάγω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language