Jump to content

στηριγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of στηρίζομαι (stirízomai), passive voice of στηρίζω (stirízo, support, uphold).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sti.ɾiɣˈme.nos/
  • Hyphenation: στη‧ριγ‧μέ‧νος
  • Old Hyphenation: στη‧ρι‧γμέ‧νος

Participle

[edit]

στηριγμένος (stirigménosm (feminine στηριγμένη, neuter στηριγμένο)

  1. upheld
  2. supported (also figuratively)

Declension

[edit]
Declension of στηριγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στηριγμένος (stirigménos) στηριγμένη (stirigméni) στηριγμένο (stirigméno) στηριγμένοι (stirigménoi) στηριγμένες (stirigménes) στηριγμένα (stirigména)
genitive στηριγμένου (stirigménou) στηριγμένης (stirigménis) στηριγμένου (stirigménou) στηριγμένων (stirigménon) στηριγμένων (stirigménon) στηριγμένων (stirigménon)
accusative στηριγμένο (stirigméno) στηριγμένη (stirigméni) στηριγμένο (stirigméno) στηριγμένους (stirigménous) στηριγμένες (stirigménes) στηριγμένα (stirigména)
vocative στηριγμένε (stirigméne) στηριγμένη (stirigméni) στηριγμένο (stirigméno) στηριγμένοι (stirigménoi) στηριγμένες (stirigménes) στηριγμένα (stirigména)

Antonyms

[edit]
[edit]