στηριγμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of στηρίζομαι (stirízomai), passive voice of στηρίζω (stirízo, “support, uphold”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]στηριγμένος • (stirigménos) m (feminine στηριγμένη, neuter στηριγμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στηριγμένος (stirigménos) | στηριγμένη (stirigméni) | στηριγμένο (stirigméno) | στηριγμένοι (stirigménoi) | στηριγμένες (stirigménes) | στηριγμένα (stirigména) | |
genitive | στηριγμένου (stirigménou) | στηριγμένης (stirigménis) | στηριγμένου (stirigménou) | στηριγμένων (stirigménon) | στηριγμένων (stirigménon) | στηριγμένων (stirigménon) | |
accusative | στηριγμένο (stirigméno) | στηριγμένη (stirigméni) | στηριγμένο (stirigméno) | στηριγμένους (stirigménous) | στηριγμένες (stirigménes) | στηριγμένα (stirigména) | |
vocative | στηριγμένε (stirigméne) | στηριγμένη (stirigméni) | στηριγμένο (stirigméno) | στηριγμένοι (stirigménoi) | στηριγμένες (stirigménes) | στηριγμένα (stirigména) |
Antonyms
[edit]- αστήρικτος (astíriktos)
Related terms
[edit]- καλοστηριγμένος (kalostirigménos, “well supported”)
- υποστηριγμένος (ypostirigménos, “supported”)