ανακτορικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακτορικός (anaktorikósm (feminine ανακτορική, neuter ανακτορικό)

  1. palace, palatial
  2. royal

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακτορικός (anaktorikós) ανακτορική (anaktorikí) ανακτορικό (anaktorikó) ανακτορικοί (anaktorikoí) ανακτορικές (anaktorikés) ανακτορικά (anaktoriká)
genitive ανακτορικού (anaktorikoú) ανακτορικής (anaktorikís) ανακτορικού (anaktorikoú) ανακτορικών (anaktorikón) ανακτορικών (anaktorikón) ανακτορικών (anaktorikón)
accusative ανακτορικό (anaktorikó) ανακτορική (anaktorikí) ανακτορικό (anaktorikó) ανακτορικούς (anaktorikoús) ανακτορικές (anaktorikés) ανακτορικά (anaktoriká)
vocative ανακτορικέ (anaktoriké) ανακτορική (anaktorikí) ανακτορικό (anaktorikó) ανακτορικοί (anaktorikoí) ανακτορικές (anaktorikés) ανακτορικά (anaktoriká)

Synonyms

[edit]
[edit]