μεγαλοπρεπής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek μεγαλοπρεπής (megaloprepḗs).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.ɣa.lo.pɾeˈpis/
  • Hyphenation: με‧γα‧λο‧πρε‧πής

Adjective

[edit]

μεγαλοπρεπής (megaloprepísm (feminine μεγαλοπρεπής, neuter μεγαλοπρεπές)

  1. magnificent, grandiose, majestic, splendid (grand and impressive in appearance)
    Near-synonyms: επιβλητικός (epivlitikós), μεγαλειώδης (megaleiódis)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
genitive μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús)
μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús) μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús) μεγαλοπρεπών (megaloprepón) μεγαλοπρεπών (megaloprepón) μεγαλοπρεπών (megaloprepón)
accusative μεγαλοπρεπή (megaloprepí) μεγαλοπρεπή (megaloprepí) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
vocative μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
μεγαλοπρεπής (megaloprepís)
μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεγαλοπρεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεγαλοπρεπής, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ μεγαλοπρεπής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language