επιβλητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]επιβλητικός • (epivlitikós) m (feminine επιβλητική, neuter επιβλητικό)
- awesome, grandiose, imposing, impressive, magnificent, majestic, monumental (magnificent)
- Εννιακόσια χιλιάδες ελαιόδεντρα, ακόμη και αιωνόβια, ξεριζώθηκαν για να ανεγερθεί αυτό το επιβλητικό και άχρηστο έργο.
- Enniakósia chiliádes elaiódentra, akómi kai aionóvia, xerizóthikan gia na anegertheí aftó to epivlitikó kai áchristo érgo.
- Nine hundred thousand olive trees, some of them centuries old, have been destroyed to make this impressive but useless structure.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιβλητικός (epivlitikós) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικοί (epivlitikoí) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) | |
genitive | επιβλητικού (epivlitikoú) | επιβλητικής (epivlitikís) | επιβλητικού (epivlitikoú) | επιβλητικών (epivlitikón) | επιβλητικών (epivlitikón) | επιβλητικών (epivlitikón) | |
accusative | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικούς (epivlitikoús) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) | |
vocative | επιβλητικέ (epivlitiké) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικοί (epivlitikoí) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλητικός, etc.)
Further reading
[edit]- επιβλητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language