επιβλητικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιβλητικός (epivlitikósm (feminine επιβλητική, neuter επιβλητικό)

  1. awesome, grandiose, imposing, impressive, magnificent, majestic, monumental (magnificent)
    Εννιακόσια χιλιάδες ελαιόδεντρα, ακόμη και αιωνόβια, ξεριζώθηκαν για να ανεγερθεί αυτό το επιβλητικό και άχρηστο έργο.
    Enniakósia chiliádes elaiódentra, akómi kai aionóvia, xerizóthikan gia na anegertheí aftó to epivlitikó kai áchristo érgo.
    Nine hundred thousand olive trees, some of them centuries old, have been destroyed to make this impressive but useless structure.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιβλητικός (epivlitikós) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικοί (epivlitikoí) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)
genitive επιβλητικού (epivlitikoú) επιβλητικής (epivlitikís) επιβλητικού (epivlitikoú) επιβλητικών (epivlitikón) επιβλητικών (epivlitikón) επιβλητικών (epivlitikón)
accusative επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικούς (epivlitikoús) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)
vocative επιβλητικέ (epivlitiké) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικοί (epivlitikoí) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλητικός, etc.)

Further reading

[edit]