στοίχος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek στοῖχος (stoîkhos).
Noun
[edit]στοίχος • (stoíchos) m (plural στοίχοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στοίχος (stoíchos) | στοίχοι (stoíchoi) |
genitive | στοίχου (stoíchou) | στοίχων (stoíchon) |
accusative | στοίχο (stoícho) | στοίχους (stoíchous) |
vocative | στοίχε (stoíche) | στοίχοι (stoíchoi) |
Further reading
[edit]- στοίχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language