Jump to content

πρωτοπόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πρωτοπόρος (protopórosm

  1. pioneer

Declension

[edit]
Declension of πρωτοπόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωτοπόρος (protopóros) πρωτοπόρος (protopóros) πρωτοπόρο (protopóro) πρωτοπόροι (protopóroi) πρωτοπόροι (protopóroi) πρωτοπόρα (protopóra)
genitive πρωτοπόρου (protopórou) πρωτοπόρου (protopórou) πρωτοπόρου (protopórou) πρωτοπόρων (protopóron) πρωτοπόρων (protopóron) πρωτοπόρων (protopóron)
accusative πρωτοπόρο (protopóro) πρωτοπόρο (protopóro) πρωτοπόρο (protopóro) πρωτοπόρους (protopórous) πρωτοπόρους (protopórous) πρωτοπόρα (protopóra)
vocative πρωτοπόρε (protopóre) πρωτοπόρε (protopóre) πρωτοπόρο (protopóro) πρωτοπόροι (protopóroi) πρωτοπόροι (protopóroi) πρωτοπόρα (protopóra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωτοπόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωτοπόρος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]