Jump to content

πρωτοποριακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πρωτοπορί(α) (protoporí(a)) +‎ -ακός (-akós), a loose calque of French avant-gardiste.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.to.po.ɾi.aˈkos/
  • Hyphenation: πρω‧το‧πο‧ρι‧α‧κός

Adjective

[edit]

πρωτοποριακός (protoporiakósm (feminine πρωτοποριακή, neuter πρωτοποριακό)

  1. pioneering, groundbreaking, innovative, original

Declension

[edit]
Declension of πρωτοποριακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωτοποριακός (protoporiakós) πρωτοποριακή (protoporiakí) πρωτοποριακό (protoporiakó) πρωτοποριακοί (protoporiakoí) πρωτοποριακές (protoporiakés) πρωτοποριακά (protoporiaká)
genitive πρωτοποριακού (protoporiakoú) πρωτοποριακής (protoporiakís) πρωτοποριακού (protoporiakoú) πρωτοποριακών (protoporiakón) πρωτοποριακών (protoporiakón) πρωτοποριακών (protoporiakón)
accusative πρωτοποριακό (protoporiakó) πρωτοποριακή (protoporiakí) πρωτοποριακό (protoporiakó) πρωτοποριακούς (protoporiakoús) πρωτοποριακές (protoporiakés) πρωτοποριακά (protoporiaká)
vocative πρωτοποριακέ (protoporiaké) πρωτοποριακή (protoporiakí) πρωτοποριακό (protoporiakó) πρωτοποριακοί (protoporiakoí) πρωτοποριακές (protoporiakés) πρωτοποριακά (protoporiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωτοποριακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωτοποριακός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ πρωτοποριακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language