χειλοϋπερωικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From χείλος (cheílos) + υπερωικός (yperoïkós). Calque of French labiovélaire or English labiovelar.
Adjective
[edit]χειλοϋπερωικός • (cheiloÿperoïkós) m (feminine χειλοϋπερωική, neuter χειλοϋπερωικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoïkós) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) | |
genitive | χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) | χειλοϋπερωικής (cheiloÿperoïkís) | χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | |
accusative | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικούς (cheiloÿperoïkoús) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) | |
vocative | χειλοϋπερωικέ (cheiloÿperoïké) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) |
Related terms
[edit]- διχειλικός (dicheilikós, “bilabial”)
- χειλοδοντικός (cheilodontikós, “labiodental”) (phonetics)
- and see at χείλος
Further reading
[edit]- χειλοϋπερωικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language