Jump to content

χειλοϋπερωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From χείλος (cheílos) +‎ υπερωικός (yperoïkós). Calque of French labiovélaire or English labiovelar.

Adjective

[edit]

χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoïkósm (feminine χειλοϋπερωική, neuter χειλοϋπερωικό)

  1. (phonetics, phonology) labiovelar

Declension

[edit]
Declension of χειλοϋπερωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoïkós) χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká)
genitive χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) χειλοϋπερωικής (cheiloÿperoïkís) χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón)
accusative χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) χειλοϋπερωικούς (cheiloÿperoïkoús) χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká)
vocative χειλοϋπερωικέ (cheiloÿperoïké) χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká)
[edit]

Further reading

[edit]