υπερωικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From υπερώα (yperóa) + -ικός (-ikós). Calque of French vélaire.
Adjective
[edit]υπερωικός • (yperoïkós) m (feminine υπερωική, neuter υπερωικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερωικός (yperoïkós) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικοί (yperoïkoí) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) | |
genitive | υπερωικού (yperoïkoú) | υπερωικής (yperoïkís) | υπερωικού (yperoïkoú) | υπερωικών (yperoïkón) | υπερωικών (yperoïkón) | υπερωικών (yperoïkón) | |
accusative | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικούς (yperoïkoús) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) | |
vocative | υπερωικέ (yperoïké) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικοί (yperoïkoí) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) |
Derived terms
[edit]- υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi)
- χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoïkós)
Further reading
[edit]- υπερωικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language