Jump to content

υπερωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υπερώα (yperóa) +‎ -ικός (-ikós). Calque of French vélaire.

Adjective

[edit]

υπερωικός (yperoïkósm (feminine υπερωική, neuter υπερωικό)

  1. (phonetics, phonology) velar

Declension

[edit]
Declension of υπερωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερωικός (yperoïkós) υπερωική (yperoïkí) υπερωικό (yperoïkó) υπερωικοί (yperoïkoí) υπερωικές (yperoïkés) υπερωικά (yperoïká)
genitive υπερωικού (yperoïkoú) υπερωικής (yperoïkís) υπερωικού (yperoïkoú) υπερωικών (yperoïkón) υπερωικών (yperoïkón) υπερωικών (yperoïkón)
accusative υπερωικό (yperoïkó) υπερωική (yperoïkí) υπερωικό (yperoïkó) υπερωικούς (yperoïkoús) υπερωικές (yperoïkés) υπερωικά (yperoïká)
vocative υπερωικέ (yperoïké) υπερωική (yperoïkí) υπερωικό (yperoïkó) υπερωικοί (yperoïkoí) υπερωικές (yperoïkés) υπερωικά (yperoïká)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]