υπερωικοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]υπερωικός (yperoïkós) + -ποίηση (-poíisi).
Noun
[edit]υπερωικοποίηση • (yperoïkopoíisi) f (plural υπερωικοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) | υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis) |
genitive | υπερωικοποίησης (yperoïkopoíisis) | υπερωικοποιήσεων (yperoïkopoiíseon) |
accusative | υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) | υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis) |
vocative | υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) | υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: υπερωικοποιήσεως (yperoïkopoiíseos)
See also
[edit]- ουράνωση (ouránosi), ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi)