Jump to content

υπερωικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

υπερωικός (yperoïkós) +‎ -ποίηση (-poíisi).

Noun

[edit]

υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisif (plural υπερωικοποιήσεις)

  1. (phonetics, phonology) velarization

Declension

[edit]
Declension of υπερωικοποίηση
singular plural
nominative υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis)
genitive υπερωικοποίησης (yperoïkopoíisis) υπερωικοποιήσεων (yperoïkopoiíseon)
accusative υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis)
vocative υπερωικοποίηση (yperoïkopoíisi) υπερωικοποιήσεις (yperoïkopoiíseis)

Older or formal genitive singular: υπερωικοποιήσεως (yperoïkopoiíseos)

See also

[edit]