ευεπηρέαστος
Jump to navigation
Jump to search
See also: εὐεπηρέαστος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek εὐεπηρέαστος.[1] Morphologically, from ευ- (ef-) + επηρεάζω (epireázo) + -τος (-tos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ευεπηρέαστος • (evepiréastos) m
Declension
[edit]Declension of ευεπηρέαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευεπηρέαστος • | ευεπηρέαστη • | ευεπηρέαστο • | ευεπηρέαστοι • | ευεπηρέαστες • | ευεπηρέαστα • |
genitive | ευεπηρέαστου • | ευεπηρέαστης • | ευεπηρέαστου • | ευεπηρέαστων • | ευεπηρέαστων • | ευεπηρέαστων • |
accusative | ευεπηρέαστο • | ευεπηρέαστη • | ευεπηρέαστο • | ευεπηρέαστους • | ευεπηρέαστες • | ευεπηρέαστα • |
vocative | ευεπηρέαστε • | ευεπηρέαστη • | ευεπηρέαστο • | ευεπηρέαστοι • | ευεπηρέαστες • | ευεπηρέαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευεπηρέαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευεπηρέαστος, etc.) |
Related terms
[edit]- ανεπηρέαστος (anepiréastos, “not influenced”)
- δυσεπηρέαστος (dysepiréastos, “difficult to influenced”)
References
[edit]- ^ ευεπηρέαστος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.