(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium .)
IPA (key ) : /e.pi.ɾeˈa.zo/
Hyphenation: ε‧πη‧ρε‧ά‧ζω
επηρεάζω • (epireázo ) (past επηρέασα , passive επηρεάζομαι , p‑past επηρεάστηκα , ppp επηρεασμένος )
to influence , persuade , try to get someone to do something
επηρεάζω επηρεάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επηρεάζω
επηρεάσω
επηρεάζομαι
επηρεαστώ , επηρεασθώ
2 sg
επηρεάζεις
επηρεάσεις
επηρεάζεσαι
επηρεαστείς , επηρεασθείς
3 sg
επηρεάζει
επηρεάσει
επηρεάζεται
επηρεαστεί , επηρεασθεί
1 pl
επηρεάζουμε , [‑ομε ]
επηρεάσουμε , [‑ομε ]
επηρεαζόμαστε
επηρεαστούμε , επηρεασθούμε
2 pl
επηρεάζετε
επηρεάσετε
επηρεάζεστε , επηρεαζόσαστε
επηρεαστείτε , επηρεασθείτε
3 pl
επηρεάζουν (ε )
επηρεάσουν (ε )
επηρεάζονται
επηρεαστούν (ε ), επηρεασθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επηρέαζα
επηρέασα
επηρεαζόμουν (α )
επηρεάστηκα , επηρεάσθηκα
2 sg
επηρέαζες
επηρέασες
επηρεαζόσουν (α )
επηρεάστηκες , επηρεάσθηκες
3 sg
επηρέαζε
επηρέασε
επηρεαζόταν (ε )
επηρεάστηκε , επηρεάσθηκε
1 pl
επηρεάζαμε
επηρεάσαμε
επηρεαζόμασταν , (‑όμαστε )
επηρεαστήκαμε , επηρεασθήκαμε
2 pl
επηρεάζατε
επηρεάσατε
επηρεαζόσασταν , (‑όσαστε )
επηρεαστήκατε , επηρεασθήκατε
3 pl
επηρέαζαν , επηρεάζαν (ε )
επηρέασαν , επηρεάσαν (ε )
επηρεάζονταν , (επηρεαζόντουσαν )
επηρεάστηκαν , επηρεαστήκαν (ε ), επηρεάσθηκαν , επηρεασθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επηρεάζω ➤
θα επηρεάσω ➤
θα επηρεάζομαι ➤
θα επηρεαστώ / επηρεασθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επηρεάζεις , …
θα επηρεάσεις , …
θα επηρεάζεσαι , …
θα επηρεαστείς / επηρεασθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επηρεάσει έχω, έχεις, … επηρεασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επηρεαστεί / επηρεασθεί είμαι , είσαι , … επηρεασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επηρεάσει είχα, είχες, … επηρεασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επηρεαστεί / επηρεασθεί ήμουν , ήσουν , … επηρεασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επηρεάσει θα έχω, θα έχεις, … επηρεασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επηρεαστεί / επηρεασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επηρεασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επηρέαζε
επηρέασε
—
επηρεάσου
2 pl
επηρεάζετε
επηρεάστε
επηρεάζεστε
επηρεαστείτε , επηρεασθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επηρεάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επηρεάσει ➤
επηρεασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επηρεάσει
επηρεαστεί , επηρεασθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -σθ - are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.