From Wiktionary, the free dictionary
εκσπερματίζω • (ekspermatízo ) (past εκσπερμάτισα , passive εκσπερματίζομαι )
( medicine , biology ) to ejaculate
Synonyms: εκσπερματώνω ( ekspermatóno ) , ( less common ) αποσπερματίζω ( apospermatízo ) , ( vulgar ) χύνω ( chýno )
εκσπερματίζω εκσπερματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εκσπερματίζω
εκσπερματίσω
εκσπερματίζομαι
εκσπερματιστώ
2 sg
εκσπερματίζεις
εκσπερματίσεις
εκσπερματίζεσαι
εκσπερματιστείς
3 sg
εκσπερματίζει
εκσπερματίσει
εκσπερματίζεται
εκσπερματιστεί
1 pl
εκσπερματίζουμε , [‑ομε ]
εκσπερματίσουμε , [‑ομε ]
εκσπερματιζόμαστε
εκσπερματιστούμε
2 pl
εκσπερματίζετε
εκσπερματίσετε
εκσπερματίζεστε , εκσπερματιζόσαστε
εκσπερματιστείτε
3 pl
εκσπερματίζουν (ε )
εκσπερματίσουν (ε )
εκσπερματίζονται
εκσπερματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εκσπερμάτιζα
εκσπερμάτισα
εκσπερματιζόμουν (α )
εκσπερματίστηκα
2 sg
εκσπερμάτιζες
εκσπερμάτισες
εκσπερματιζόσουν (α )
εκσπερματίστηκες
3 sg
εκσπερμάτιζε
εκσπερμάτισε
εκσπερματιζόταν (ε )
εκσπερματίστηκε
1 pl
εκσπερματίζαμε
εκσπερματίσαμε
εκσπερματιζόμασταν , (‑όμαστε )
εκσπερματιστήκαμε
2 pl
εκσπερματίζατε
εκσπερματίσατε
εκσπερματιζόσασταν , (‑όσαστε )
εκσπερματιστήκατε
3 pl
εκσπερμάτιζαν , εκσπερματίζαν (ε )
εκσπερμάτισαν , εκσπερματίσαν (ε )
εκσπερματίζονταν , (εκσπερματιζόντουσαν )
εκσπερματίστηκαν , εκσπερματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εκσπερματίζω ➤
θα εκσπερματίσω ➤
θα εκσπερματίζομαι ➤
θα εκσπερματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εκσπερματίζεις , …
θα εκσπερματίσεις , …
θα εκσπερματίζεσαι , …
θα εκσπερματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εκσπερματίσει έχω, έχεις, … εκσπερματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εκσπερματιστεί είμαι , είσαι , … εκσπερματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εκσπερματίσει είχα, είχες, … εκσπερματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εκσπερματιστεί ήμουν , ήσουν , … εκσπερματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εκσπερματίσει θα έχω, θα έχεις, … εκσπερματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εκσπερματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εκσπερματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εκσπερμάτιζε
εκσπερμάτισε
—
εκσπερματίσου
2 pl
εκσπερματίζετε
εκσπερματίστε
εκσπερματίζεστε
εκσπερματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εκσπερματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εκσπερματίσει ➤
εκσπερματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εκσπερματίσει
εκσπερματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.