εκσπερματίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]εκσπερματίζομαι • (ekspermatízomai) passive (past εκσπερματίστηκα, active εκσπερματίζω)
- passive of εκσπερματίζω (ekspermatízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: εκσπερματίζω (ekspermatízo)