αλλαντικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From άλλαντα (állanta) + -ικός (-ikós), in which άλλαντα (állanta) is inherited from Ancient Greek ἀλλᾶντες (allântes, “sausages”), the plural of ἀλλᾶς (allâs), which is perhaps from dialectal [script needed] (*allāwent-, “sausage seasoned with garlic”), from Proto-Italic *allā- (“garlic”), whence Latin ālium.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αλλαντικό • (allantikó) n (plural αλλαντικά)
- (commonly plural) charcuterie, processed and cured meats (bacon, chorizo, corned beef, salami, sausage, etc)
Declension
[edit]Declension of αλλαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
genitive | αλλαντικού • | αλλαντικών • |
accusative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
vocative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
Coordinate terms
[edit]- λουκάνικο n (loukániko, “sausage”)
- μπέικον n (béikon, “bacon”)
- σαλάμι n (salámi, “salami”)
- τσορίθο n (tsorítho, “chorizo”)
Derived terms
[edit]- αλλαντοποιία f (allantopoiía, “sausage making”)
- αλλαντοποιείο n (allantopoieío, “sausage factory”)
- αλλαντοποιός n (allantopoiós, “sausage maker, pork butcher”)
- αλλαντοπώλης n (allantopólis, “sausage seller, pork butcher”)
- αλλαντοπωλείο n (allantopoleío, “pork butcher's shop”)
References
[edit]- ^ “allantois”, in The American Heritage Dictionary of the English Language, 5th edition, Boston, Mass.: Houghton Mifflin Harcourt, 2016, →ISBN.
Further reading
[edit]- αλλαντικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el