αλλαντοποιείο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλλαντοποιείο (allantopoieíof (plural αλλαντοποιεία)

  1. pork meat factory
  2. sausage factory

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλλαντοποιείο (allantopoieío) αλλαντοποιεία (allantopoieía)
genitive αλλαντοποιείου (allantopoieíou) αλλαντοποιείων (allantopoieíon)
accusative αλλαντοποιείο (allantopoieío) αλλαντοποιεία (allantopoieía)
vocative αλλαντοποιείο (allantopoieío) αλλαντοποιεία (allantopoieía)
[edit]