Jump to content

Ήλιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek Ἥλιος (Hḗlios, sun).

Proper noun

[edit]

Ήλιος (Íliosm (plural Ήλιοι)

  1. The Sun

Declension

[edit]
Declension of Ήλιος
singular plural
nominative Ήλιος (Ílios) Ήλιοι (Ílioi)
genitive Ήλιου (Íliou) Ήλιων (Ílion)
accusative Ήλιο (Ílio) Ήλιους (Ílious)
vocative Ήλιε (Ílie) Ήλιοι (Ílioi)

See also

[edit]
Solar System in Greek · Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima) (layout · text)
Star Ήλιος (Ílios)
IAU planets and
notable dwarf planets
Ερμής (Ermís) Αφροδίτη (Afrodíti) Γη (Gi) Άρης (Áris) Δήμητρα (Dímitra) Δίας (Días) Κρόνος (Krónos) Ουρανός (Ouranós) Ποσειδώνας (Poseidónas) Πλούτωνας (Ploútonas) Έρις (Éris)
Notable
moons
Σελήνη (Selíni) Φόβος (Fóvos)
Δείμος (Deímos)
Ιώ ()
Ευρώπη (Evrópi)
Γανυμήδης (Ganymídis)
Καλλιστώ (Kallistó)
Μίμας (Mímas)
Εγκελάδος (Egkeládos)
Τηθύς (Tithýs)
Διώνη (Dióni)
Ρέα (Réa)
Τιτάνας (Titánas)
Ιαπετός (Iapetós)

Μιράντα (Miránta)
Άριελ (Áriel)
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
Τιτάνια (Titánia)
Όμπερον (Ómperon)
Τρίτωνας (Trítonas) Χάρων (Cháron) Δυσνομία (Dysnomía)