Jump to content

ηρεμιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηρεμιστικός (iremistikósm (feminine ηρεμιστική, neuter ηρεμιστικό)

  1. sedative, tranquilising

Declension

[edit]
Declension of ηρεμιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηρεμιστικός (iremistikós) ηρεμιστική (iremistikí) ηρεμιστικό (iremistikó) ηρεμιστικοί (iremistikoí) ηρεμιστικές (iremistikés) ηρεμιστικά (iremistiká)
genitive ηρεμιστικού (iremistikoú) ηρεμιστικής (iremistikís) ηρεμιστικού (iremistikoú) ηρεμιστικών (iremistikón) ηρεμιστικών (iremistikón) ηρεμιστικών (iremistikón)
accusative ηρεμιστικό (iremistikó) ηρεμιστική (iremistikí) ηρεμιστικό (iremistikó) ηρεμιστικούς (iremistikoús) ηρεμιστικές (iremistikés) ηρεμιστικά (iremistiká)
vocative ηρεμιστικέ (iremistiké) ηρεμιστική (iremistikí) ηρεμιστικό (iremistikó) ηρεμιστικοί (iremistikoí) ηρεμιστικές (iremistikés) ηρεμιστικά (iremistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηρεμιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηρεμιστικός, etc.)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]