πλειονότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πλειονότης (pleionótēs).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πλειονότητα • (pleionótita) f
- majority
- Antonyms: μειονότητα (meionótita), μειοψηφία (meiopsifía), (less frequent) μειονοψηφία (meionopsifía)
- Hyponyms: (also a synonym) πλειοψηφία (pleiopsifía), (less frequent) πλειονοψηφία (pleionopsifía)
- Η πλειονότητα των μαθητών σε αυτό το σχολείο παίζει ποδόσφαιρο.
- I pleionótita ton mathitón se aftó to scholeío paízei podósfairo.
- The majority of the students in this school play football.
- Το βιβλίο άρεσε στην πλειονότητα των αναγνωστών.
- To vivlío árese stin pleionótita ton anagnostón.
- The majority of the readers liked the book.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλειονότητα (pleionótita) | πλειονότητες (pleionótites) |
genitive | πλειονότητας (pleionótitas) | πλειονοτήτων (pleionotíton) |
accusative | πλειονότητα (pleionótita) | πλειονότητες (pleionótites) |
vocative | πλειονότητα (pleionótita) | πλειονότητες (pleionótites) |
Further reading
[edit]- πλειονότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language