From Wiktionary, the free dictionary
From παρα- + κωλύω ( “ hinder ” ) .
IPA (key ) : /pa.ra.koˈli.o/
Hyphenation: πα‧ρα‧κω‧λύ‧ω
παρακωλύω • (parakolýo ) (past παρακώλυσα , passive παρακωλύομαι )
to hinder , impede , obstruct , prevent
Synonyms: παρεμποδίζω ( parempodízo ) , κωλύω ( kolýo )
Το εμπόδιο παρακωλύει τη διέλευση των αυτοκινήτων. To empódio parakolýei ti diélefsi ton aftokiníton. The barrier prevents the passing of cars (cars from passing).
παρακωλύω παρακωλύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρακωλύω
παρακωλύσω
παρακωλύομαι
παρακωλυθώ
2 sg
παρακωλύεις
παρακωλύσεις
παρακωλύεσαι
παρακωλυθείς
3 sg
παρακωλύει
παρακωλύσει
παρακωλύεται
παρακωλυθεί
1 pl
παρακωλύουμε , [‑ομε ]
παρακωλύσουμε , [‑ομε ]
παρακωλυόμαστε
παρακωλυθούμε
2 pl
παρακωλύετε
παρακωλύσετε
παρακωλύεστε , παρακωλυόσαστε
παρακωλυθείτε
3 pl
παρακωλύουν (ε )
παρακωλύσουν (ε )
παρακωλύονται
παρακωλυθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρακώλυα
παρακώλυσα
παρακωλυόμουν (α )
παρακωλύθηκα
2 sg
παρακώλυες
παρακώλυσες
παρακωλυόσουν (α )
παρακωλύθηκες
3 sg
παρακώλυε
παρακώλυσε
παρακωλυόταν (ε )
παρακωλύθηκε
1 pl
παρακωλύαμε
παρακωλύσαμε
παρακωλυόμασταν , (‑όμαστε )
παρακωλυθήκαμε
2 pl
παρακωλύατε
παρακωλύσατε
παρακωλυόσασταν , (‑όσαστε )
παρακωλυθήκατε
3 pl
παρακώλυαν , παρακωλύαν (ε )
παρακώλυσαν , παρακωλύσαν (ε )
παρακωλύονταν , (παρακωλυόντουσαν )
παρακωλύθηκαν , παρακωλυθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρακωλύω ➤
θα παρακωλύσω ➤
θα παρακωλύομαι ➤
θα παρακωλυθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρακωλύεις , …
θα παρακωλύσεις , …
θα παρακωλύεσαι , …
θα παρακωλυθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρακωλύσει
έχω, έχεις, … παρακωλυθεί είμαι , είσαι , … παρακωλυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρακωλύσει
είχα, είχες, … παρακωλυθεί ήμουν , ήσουν , … παρακωλυμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παρακωλύσει
θα έχω, θα έχεις, … παρακωλυθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρακωλυμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παρακώλυε
παρακώλυσε
—
παρακωλύσου
2 pl
παρακωλύετε
παρακωλύστε
παρακωλύεστε
παρακωλυθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρακωλύοντας ➤
παρακωλυόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας παρακωλύσει ➤
παρακωλυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρακωλύσει
παρακωλυθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: κωλύω ( kolýo , “ hinder ” )