From Hellenistic Koine Greek παρεμποδίζω . Morphologically, from παρ- + εμποδίζω ( “ obstruct ” ) .
IPA (key ) : /paremboˈðizo/
Hyphenation: πα‧ρε‧μπο‧δί‧ζω
παρεμποδίζω • (parempodízo ) (past παρεμπόδισα , passive παρεμποδίζομαι )
to block , hinder
Synonym: παρακωλύω ( parakolýo )
παρεμποδίζω παρεμποδίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρεμποδίζω
παρεμποδίσω
παρεμποδίζομαι
παρεμποδιστώ
2 sg
παρεμποδίζεις
παρεμποδίσεις
παρεμποδίζεσαι
παρεμποδιστείς
3 sg
παρεμποδίζει
παρεμποδίσει
παρεμποδίζεται
παρεμποδιστεί
1 pl
παρεμποδίζουμε , [‑ομε ]
παρεμποδίσουμε , [‑ομε ]
παρεμποδιζόμαστε
παρεμποδιστούμε
2 pl
παρεμποδίζετε
παρεμποδίσετε
παρεμποδίζεστε , παρεμποδιζόσαστε
παρεμποδιστείτε
3 pl
παρεμποδίζουν (ε )
παρεμποδίσουν (ε )
παρεμποδίζονται
παρεμποδιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρεμπόδιζα
παρεμπόδισα
παρεμποδιζόμουν (α )
παρεμποδίστηκα
2 sg
παρεμπόδιζες
παρεμπόδισες
παρεμποδιζόσουν (α )
παρεμποδίστηκες
3 sg
παρεμπόδιζε
παρεμπόδισε
παρεμποδιζόταν (ε )
παρεμποδίστηκε
1 pl
παρεμποδίζαμε
παρεμποδίσαμε
παρεμποδιζόμασταν , (‑όμαστε )
παρεμποδιστήκαμε
2 pl
παρεμποδίζατε
παρεμποδίσατε
παρεμποδιζόσασταν , (‑όσαστε )
παρεμποδιστήκατε
3 pl
παρεμπόδιζαν , παρεμποδίζαν (ε )
παρεμπόδισαν , παρεμποδίσαν (ε )
παρεμποδίζονταν , (παρεμποδιζόντουσαν )
παρεμποδίστηκαν , παρεμποδιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρεμποδίζω ➤
θα παρεμποδίσω ➤
θα παρεμποδίζομαι ➤
θα παρεμποδιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρεμποδίζεις , …
θα παρεμποδίσεις , …
θα παρεμποδίζεσαι , …
θα παρεμποδιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρεμποδίσει
έχω, έχεις, … παρεμποδιστεί είμαι , είσαι , … παρεμποδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρεμποδίσει
είχα, είχες, … παρεμποδιστεί ήμουν , ήσουν , … παρεμποδισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παρεμποδίσει
θα έχω, θα έχεις, … παρεμποδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … παρεμποδισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παρεμπόδιζε
παρεμπόδισε
—
παρεμποδίσου
2 pl
παρεμποδίζετε
παρεμποδίστε
παρεμποδίζεστε
παρεμποδιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρεμποδίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παρεμποδίσει ➤
παρεμποδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρεμποδίσει
παρεμποδιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.