κυβέρνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κυβέρνηση • (kyvérnisi) f (plural κυβερνήσεις)
Declension
[edit]Declension of κυβέρνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κυβέρνηση • | κυβερνήσεις • | |
genitive | κυβέρνησης • | κυβερνήσεων • | |
accusative | κυβέρνηση • | κυβερνήσεις • | |
vocative | κυβέρνηση • | κυβερνήσεις • | |
Older or formal genitive singular: κυβερνήσεως • |
Related terms
[edit]- ακυβερνησία f (akyvernisía, “anarchy”)
- ακυβέρνητος (akyvérnitos, “ungoverned”, adjective)
- αντικυβερνητικός (antikyvernitikós, “antigovernment”, adjective)
- διακυβέρνηση (diakyvérnisi, “rule, the exercise of power, navigation”)
- διακυβερνώ (diakyvernó, “to rule, to exercise power”)
- ενδοκυβερνητικός (endokyvernitikós, “intergovernmental”, adjective)
- κυβερνείο n (kyverneío, “government house”)
- κυβέρνηση συνασπισμού f (kyvérnisi synaspismoú, “coalition government”)
- κυβερνήτης m or f (kyvernítis, “ruler, governor, leader”)
- κυβερνητική f (kyvernitikí, “management, cybernetics”)
- κυβερνητικός (kyvernitikós, “cabinet, government”, adjective)
- κυβερνοναύτης m (kyvernonáftis, “cybernaut”)
- κυβερνοπάνκ n (kyvernopánk, “cyperpunk”)
- κυβερνώ (kyvernó, “to govern”)