υπερισχύω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὑπερισχύω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ὑπερισχύω.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]υπερισχύω • (yperischýo) (past υπερίσχυσα, passive —)
- (learned, transitive, + genitive) to prevail over; win a battle, competition
- Yπερίσχυσε των αντιπάλων του.
- Yperíschyse ton antipálon tou.
- S/he prevailed over his/her opponents.
- (learned, intransitive) to prevail, to dominate
- Yπερισχύει το σύνταγμα.
- Yperischýei to sýntagma.
- S/he prevailed over his/her opponents.
Conjugation
[edit]υπερισχύω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | υπερισχύω | υπερισχύσω | ||
2 sg | υπερισχύεις | υπερισχύσεις | ||
3 sg | υπερισχύει | υπερισχύσει | ||
1 pl | υπερισχύουμε, [‑ομε] | υπερισχύσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | υπερισχύετε | υπερισχύσετε | ||
3 pl | υπερισχύουν(ε) | υπερισχύσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | υπερίσχυα | υπερίσχυσα | ||
2 sg | υπερίσχυες | υπερίσχυσες | ||
3 sg | υπερίσχυε | υπερίσχυσε | ||
1 pl | υπερισχύαμε | υπερισχύσαμε | ||
2 pl | υπερισχύατε | υπερισχύσατε | ||
3 pl | υπερίσχυαν, υπερισχύαν(ε) | υπερίσχυσαν, υπερισχύσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα υπερισχύω ➤ | θα υπερισχύσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπερισχύεις, … | θα υπερισχύσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπερισχύσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπερισχύσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπερισχύσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | υπερίσχυε | υπερίσχυσε | ||
2 pl | υπερισχύετε | υπερισχύστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | υπερισχύοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας υπερισχύσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | υπερισχύσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]Antonyms
[edit]- ηττώμαι (ittómai)
Related terms
[edit]- υπερίσχυση f (yperíschysi, “domination, triumph over”)
- and see: ισχύω (ischýo, “I am valid, in effect; have power”)