ξεσπίτωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ξεσπιτώνω (xespitóno, “to house, to put up”) + -μα (-ma)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ξεσπίτωμα • (xespítoma) n (plural ξεσπιτώματα)
- throwing out, eviction (the act of being expelled from or deprived of a house)
- Έξι μήνες χωρίς ενοίκιο πριν το ξεσπίτωμά τους.
- Éxi mínes chorís enoíkio prin to xespítomá tous.
- Six months without rent before their eviction.
Declension
[edit]Declension of ξεσπίτωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεσπίτωμα • | ξεσπιτώματα • |
genitive | ξεσπιτώματος • | ξεσπιτωμάτων • |
accusative | ξεσπίτωμα • | ξεσπιτώματα • |
vocative | ξεσπίτωμα • | ξεσπιτώματα • |
Synonyms
[edit]- έξωση f (éxosi, “eviction”)
Antonyms
[edit]- σπίτωμα n (spítoma, “housing, putting up”)