στενοχωρούμαι
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- στεναχωριέμαι (stenachoriémai)
- στεναχωρούμαι (stenachoroúmai)
- στενοχωριέμαι (stenochoriémai)
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /stenoxoˈrume/
- Hyphenation: στε‧νο‧χω‧ρού‧μαι
- Homophone: στενοχωρούμε (stenochoroúme)
Verb
[edit]στενοχωρούμαι • (stenochoroúmai) passive (past στενοχωρήθηκα, active στενοχωρώ)
Conjugation
[edit]- see: στενοχωρώ (stenochoró)
Derived terms
[edit]- στενοχωρημένος (stenochoriménos, “saddened, worried”, participle), στενοχωρεμένος (stenochoreménos)