στενοχωρημένος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- στεναχωρημένος (stenachoriménos)
- στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
- στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
Etymology
[edit]Perfect participle of στενοχωριέμαι (stenochoriémai) / στενοχωρούμαι, passive voice of στενοχωρώ (“I upset, make someone sad”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]στενοχωρημένος • (stenochoriménos) m (feminine στενοχωρημένη, neuter στενοχωρημένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στενοχωρημένος (stenochoriménos) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένοι (stenochoriménoi) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) | |
genitive | στενοχωρημένου (stenochoriménou) | στενοχωρημένης (stenochoriménis) | στενοχωρημένου (stenochoriménou) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | |
accusative | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένους (stenochoriménous) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) | |
vocative | στενοχωρημένε (stenochoriméne) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένοι (stenochoriménoi) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στενοχωρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στενοχωρημένος, etc.)
Derived terms
[edit]- καταστενοχωρημένος (katastenochoriménos, “extremely saddened”), καταστενοχωρεμένος
Related terms
[edit]- στενοχωρώ (stenochoró, “to worry, to upset”)
Further reading
[edit]- στενοχωρημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language