Jump to content

τριήμερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

τρι- (tri-) +‎ ημέρα (iméra) +‎ -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾiˈimeɾos/, [tɾiˈime̞ɾo̞s̠]
  • Hyphenation: τρι‧ή‧με‧ρος

Adjective

[edit]

τριήμερος (triímerosm (feminine τριήμερη, neuter τριήμερο)

  1. triduan, three-day (lasting three days)

Declension

[edit]
Declension of τριήμερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τριήμερος (triímeros) τριήμερη (triímeri) τριήμερο (triímero) τριήμεροι (triímeroi) τριήμερες (triímeres) τριήμερα (triímera)
genitive τριήμερου (triímerou) τριήμερης (triímeris) τριήμερου (triímerou) τριήμερων (triímeron) τριήμερων (triímeron) τριήμερων (triímeron)
accusative τριήμερο (triímero) τριήμερη (triímeri) τριήμερο (triímero) τριήμερους (triímerous) τριήμερες (triímeres) τριήμερα (triímera)
vocative τριήμερε (triímere) τριήμερη (triímeri) τριήμερο (triímero) τριήμεροι (triímeroi) τριήμερες (triímeres) τριήμερα (triímera)
[edit]