Jump to content

τρίμερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τρίμερος (trímerosm (feminine τρίμερη, neuter τρίμερο)

  1. triduan, three-day (lasting three days)

Declension

[edit]
Declension of τρίμερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρίμερος (trímeros) τρίμερη (trímeri) τρίμερο (trímero) τρίμεροι (trímeroi) τρίμερες (trímeres) τρίμερα (trímera)
genitive τρίμερου (trímerou) τρίμερης (trímeris) τρίμερου (trímerou) τρίμερων (trímeron) τρίμερων (trímeron) τρίμερων (trímeron)
accusative τρίμερο (trímero) τρίμερη (trímeri) τρίμερο (trímero) τρίμερους (trímerous) τρίμερες (trímeres) τρίμερα (trímera)
vocative τρίμερε (trímere) τρίμερη (trímeri) τρίμερο (trímero) τρίμεροι (trímeroi) τρίμερες (trímeres) τρίμερα (trímera)

Synonyms

[edit]