πιστωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πιστωτικός (pistōtikós), from πιστόω (pistóo) + -τικός (-tikós), from πιστός (pistós, “trustworthy”).
Adjective
[edit]πιστωτικός • (pistotikós) m (feminine πιστωτική, neuter πιστωτικό)
- credit (attributive)
Declension
[edit]Declension of πιστωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πιστωτικός • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικοί • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |
genitive | πιστωτικού • | πιστωτικής • | πιστωτικού • | πιστωτικών • | πιστωτικών • | πιστωτικών • |
accusative | πιστωτικό • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικούς • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |
vocative | πιστωτικέ • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικοί • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |
Derived terms
[edit]- χρηματοπιστωτικός (chrimatopistotikós)
Multiword terms
- πιστωτική κάρτα f (pistotikí kárta, “credit card”)
- πιστωτικός συνεταιρισμός m (pistotikós synetairismós, “credit union”)