Jump to content

πιστωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πιστωτικός (pistōtikós), from πιστόω (pistóo) +‎ -τικός (-tikós), from πιστός (pistós, trustworthy).

Adjective

[edit]

πιστωτικός (pistotikósm (feminine πιστωτική, neuter πιστωτικό)

  1. credit (attributive)

Declension

[edit]
Declension of πιστωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πιστωτικός (pistotikós) πιστωτική (pistotikí) πιστωτικό (pistotikó) πιστωτικοί (pistotikoí) πιστωτικές (pistotikés) πιστωτικά (pistotiká)
genitive πιστωτικού (pistotikoú) πιστωτικής (pistotikís) πιστωτικού (pistotikoú) πιστωτικών (pistotikón) πιστωτικών (pistotikón) πιστωτικών (pistotikón)
accusative πιστωτικό (pistotikó) πιστωτική (pistotikí) πιστωτικό (pistotikó) πιστωτικούς (pistotikoús) πιστωτικές (pistotikés) πιστωτικά (pistotiká)
vocative πιστωτικέ (pistotiké) πιστωτική (pistotikí) πιστωτικό (pistotikó) πιστωτικοί (pistotikoí) πιστωτικές (pistotikés) πιστωτικά (pistotiká)

Derived terms

[edit]
Multiword terms