χρηματοπιστωτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from χρηματο- (chrimato-) + πιστωτικός (pistotikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χρηματοπιστωτικός • (chrimatopistotikós) m (feminine χρηματοπιστωτική, neuter χρηματοπιστωτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χρηματοπιστωτικός (chrimatopistotikós) | χρηματοπιστωτική (chrimatopistotikí) | χρηματοπιστωτικό (chrimatopistotikó) | χρηματοπιστωτικοί (chrimatopistotikoí) | χρηματοπιστωτικές (chrimatopistotikés) | χρηματοπιστωτικά (chrimatopistotiká) | |
genitive | χρηματοπιστωτικού (chrimatopistotikoú) | χρηματοπιστωτικής (chrimatopistotikís) | χρηματοπιστωτικού (chrimatopistotikoú) | χρηματοπιστωτικών (chrimatopistotikón) | χρηματοπιστωτικών (chrimatopistotikón) | χρηματοπιστωτικών (chrimatopistotikón) | |
accusative | χρηματοπιστωτικό (chrimatopistotikó) | χρηματοπιστωτική (chrimatopistotikí) | χρηματοπιστωτικό (chrimatopistotikó) | χρηματοπιστωτικούς (chrimatopistotikoús) | χρηματοπιστωτικές (chrimatopistotikés) | χρηματοπιστωτικά (chrimatopistotiká) | |
vocative | χρηματοπιστωτικέ (chrimatopistotiké) | χρηματοπιστωτική (chrimatopistotikí) | χρηματοπιστωτικό (chrimatopistotikó) | χρηματοπιστωτικοί (chrimatopistotikoí) | χρηματοπιστωτικές (chrimatopistotikés) | χρηματοπιστωτικά (chrimatopistotiká) |
References
[edit]- ^ χρηματοπιστωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language