Jump to content

πιστός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πιθ- (pith-) (zero-grade of the root of πείθω (peíthō, to persuade; to trust)) +‎ -τός (-tós, verbal adjective suffix).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

πῐστός (pistósm (feminine πῐστή, neuter πῐστόν); first/second declension

  1. (passive voice) faithful, trusty
  2. (active voice)
    1. faithful, believing
    2. obedient, loyal

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

References

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πιστός.

Adjective

[edit]

πιστός (pistósm (feminine πιστή, neuter πιστό)

  1. faithful, true
    ένας πιστός φίλος (a faithful friend)
  2. perfect
    ένα πιστό αντίγραφο (a perfect copy)

Declension

[edit]
Declension of πιστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πιστός (pistós) πιστή (pistí) πιστό (pistó) πιστοί (pistoí) πιστές (pistés) πιστά (pistá)
genitive πιστού (pistoú) πιστής (pistís) πιστού (pistoú) πιστών (pistón) πιστών (pistón) πιστών (pistón)
accusative πιστό (pistó) πιστή (pistí) πιστό (pistó) πιστούς (pistoús) πιστές (pistés) πιστά (pistá)
vocative πιστέ (pisté) πιστή (pistí) πιστό (pistó) πιστοί (pistoí) πιστές (pistés) πιστά (pistá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πιστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πιστός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πιστότερος (pistóteros) πιστότερη (pistóteri) πιστότερο (pistótero) πιστότεροι (pistóteroi) πιστότερες (pistóteres) πιστότερα (pistótera)
genitive πιστότερου (pistóterou) πιστότερης (pistóteris) πιστότερου (pistóterou) πιστότερων (pistóteron) πιστότερων (pistóteron) πιστότερων (pistóteron)
accusative πιστότερο (pistótero) πιστότερη (pistóteri) πιστότερο (pistótero) πιστότερους (pistóterous) πιστότερες (pistóteres) πιστότερα (pistótera)
vocative πιστότερε (pistótere) πιστότερη (pistóteri) πιστότερο (pistótero) πιστότεροι (pistóteroi) πιστότερες (pistóteres) πιστότερα (pistótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πιστότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πιστότατος (pistótatos) πιστότατη (pistótati) πιστότατο (pistótato) πιστότατοι (pistótatoi) πιστότατες (pistótates) πιστότατα (pistótata)
genitive πιστότατου (pistótatou) πιστότατης (pistótatis) πιστότατου (pistótatou) πιστότατων (pistótaton) πιστότατων (pistótaton) πιστότατων (pistótaton)
accusative πιστότατο (pistótato) πιστότατη (pistótati) πιστότατο (pistótato) πιστότατους (pistótatous) πιστότατες (pistótates) πιστότατα (pistótata)
vocative πιστότατε (pistótate) πιστότατη (pistótati) πιστότατο (pistótato) πιστότατοι (pistótatoi) πιστότατες (pistótates) πιστότατα (pistótata)
[edit]

Noun

[edit]

πιστός (pistósm (plural πιστοί, feminine πιστή)

  1. (religion) believer (usually in the plural)

Declension

[edit]
Declension of πιστός
singular plural
nominative πιστός (pistós) πιστοί (pistoí)
genitive πιστού (pistoú) πιστών (pistón)
accusative πιστό (pistó) πιστούς (pistoús)
vocative πιστέ (pisté) πιστοί (pistoí)